επιστομίδα

επιστομίδα
η (AM ἐπιστομίς)
το επιστόμιο πνευστού οργάνου
νεοελλ.
βραχύς κωνικός σωλήνας που προστίθεται στο στόμιο άλλου σωλήνα μεγαλύτερης διαμέτρου για να επαυξήσει την ταχύτητα εκροής ρευστού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐπιστομίδα — ἐπιστομίς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραχαλινίδα — η η επιστομίδα τού χαλινού που είναι προσαρμοσμένη στα χείλη τού αλόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + χαλινός + επίθημα ιδα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”